Γρηγόριος Παλαιολόγος (Grigorios Palaiologos)

palaiologos,-grigorios

Γρηγόριος Παλαιολόγος (1793 - 1844). Ο Γρηγόριος Παλαιολόγος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη γύρω στο 1793. Ο πατέρας του ήταν επιτετραμμένος του οσποδάρου της Βλαχίας. Στην Κωνσταντινούπολη έμαθε τα πρώτα γράμματα, καθώς επίσης τη γαλλική και τουρκική γλώσσα. Σπούδασε στην Πατριαρχική Ακαδημία και κατόπιν στο Παρίσι και το Λονδίνο, όπου ασχολήθηκε με τη φιλολογία και τη γεωπονία. Παρά την επιθυμία του δε μπόρεσε να λάβει μέρος στην επανάσταση του 1821 λόγω της ευαίσθητης υγείας του. Το 1824 επισκέφτηκε την Αγγλία για να σπουδάσει Πολιτικές Επιστήμες. Εκεί ασχολήθηκε με παραδόσεις ιδιαιτέρων μαθημάτων ελληνικής γλώσσας και μετέφρασε στα αγγλικά το έργο του Νικόλαου Πίκκολου Ο θάνατος του Δημοσθένους. Το 1826 βρέθηκε στη Γαλλία, όπου σπούδασε γεωπονία με υποτροφία της Φιλελληνικής Εταιρίας του Παρισιού ως το 1828. Το 1827 δημοσίευσε την ιστορική μελέτη Esquisses des moeurs turques au XIXe siecle. Με τη βοήθεια της προαναφερθείσας εταιρείας εξέδωσε το 1828 το βιβλίο του Ερμηνεία της καλλιέργειας του γεωμήλου και επέστρεψε στην Ελλάδα με χρήματα, μηχανήματα και σπόρους για να βοηθήσει την ελληνική γεωργία. Το 1829 εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο και κατόπιν πρόσκλησης του Καποδίστρια διορίστηκε διευθυντής του εθνικών κτημάτων και του προτύπου αγροκηπίου της Τίρυνθας, όπου από το 1830 έθεσε σε εφαρμογή ένα μεγαλεπίβολο πρόγραμμα για τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής γεωργίας. Μετά την απομάκρυνση του Παλαιολόγου λόγω κατηγοριών για οικονομικές ατασθαλίες και αφού μεσολάβησαν οι εμφύλιες συγκρούσεις μετά το θάνατο του Καποδίστρια, το αγροκήπιο της Τίρυνθας ερήμωσε . Ο Παλαιολόγος δε σταμάτησε να δίνει διαλέξεις στους έλληνες γεωργούς και να δημοσιεύει άρθρα του στο περιοδικό Αθηνά. Το 1833 εξέδωσε τον πρώτο τόμο του συγγράματός του Γεωργική και Οικιακή Οικονομία και το βραχύβιο επιστημονικό περιοδικό Τριπτόλεμος. Την ίδια χρονιά εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και υπέβαλε στην κυβέρνηση της Αντιβασιλείας την επιστημονική του έκθεση Γεωργία και Βιομηχανία. Την περίοδο της διακυβέρνησης της Αντιβασιλείας εργάστηκε σε διάφορες άσχετες προς την ειδικότητά του διοικητικές θέσεις, ανέλαβε ωστόσο καθήκοντα γραμματέως στην Επί της εμψυχώσεως της Εθνικής Βιομηχανίας Επιτροπή μαζί με το Γρηγόριο Γεννάδιο. Παράλληλα έγραψε επιστημονικά συγγράμματα γεωπονίας. Η πρώτη του ενασχόληση με τη λογοτεχνία τοποθετείται μόλις το 1839 με την έκδοση του μυθιστορήματος Ο Πολυπαθής σε δύο τόμους. Τον επόμενο χρόνο αναγγέλθηκε έκδοση της κωμωδίας του Ο λογιώτατος διπλωμάτης και αι μυστικαί οδηγίαι (εφημερίδα Φήμη, 23/3/1840), η οποία δε γνωρίζουμε αν πραγματοποιήθηκε (βλ. λήμμα Μαλαματάρη - Φαρίνου Μ. στη βιβλιογραφία). Είχε προηγηθεί συνάντησή του με τον Αλέξανδρο Ρίζο Ραγκαβή και ακολούθησε το 1842 η έκδοση του έργου του Ο ζωγράφος σε δύο τόμους στην Κωνσταντινούπολη. Ένα χρόνο πριν το θάνατό του εξέδωσε δείγματα επιστολών του με τον τίτλο Επιστολάριον. Πέθανε το 1844 στην Κωνσταντινούπολη. Το λογοτεχνικό έργο του Γρηγορίου Παλαιολόγου, που περιορίζεται στα δύο μυθιστορήματά του και στη μετάφραση του Θανάτου του Δημοσθένους, κρίθηκε εσφαλμένα από τους παλαιότερους μελετητές οι οποίοι αφενός θεώρησαν τη μετάφρασή του ως πρωτότυπο δικό του έργο, αφετέρου χαρακτήρισαν τόσο τον Πολυπαθή όσο και το Ζωγράφο ως ιστορικά μυθιστορήματα. Κατόπιν νεώτερων ερευνών ωστόσο, ο συγγραφέας τοποθετήθηκε στο χώρο της ρεαλιστικής λογοτεχνικής απεικόνισης της σύγχρονής του κοινωνικής πραγματικότητας, ευρωπαϊκής (με τον Πολυπαθή) και ελληνικής (με το Ζωγράφο), με στοιχεία σάτιρας και ψυχογραφικής οπτικής. Υπό το νέο αυτό πρίσμα ο Παλαιολόγος αντιμετωπίζεται ως πρόδρομος του Παύλου Καλλιγά, του Εμμανουήλ Ροΐδη και του ανωνύμου συγγραφέα της Στρατιωτικής Ζωής εν Ελλάδι. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Γρηγόριου Παλαιολόγου βλ. Γ.Χ.Β., «Παλαιολόγος Γρηγόριος», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας11. Αθήνα, Χάρη - Πάτση, χ.χ. και Φαρίνου - Μαλαματάρη Γεωργία, «Γρηγόριος Παλαιολόγος», Η παλαιότερη πεζογραφία μας · Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο Γ΄ (1830-1880), σ.156-183. Αθήνα, Σοκόλης, 1996.