Οι Κάργιες
Ήταν μια μικρή ροδακινιά, που δώριζε τα πρώτα της ροδάκινα στον ήλιο. «Παρ' τα», του 'λεγε και γελούσε. «Παρ' τα. Σ' αγαπώ». Οι κάργιες κάθισαν όλες μαζί με φούρια στα τρυφερά κλαδιά της. Λίγο ακόμα και θα τα 'σπαζαν.
«Έρωτας!» φώναξε η Ατόπη και έκανε έναν κύκλο γύρω από τη ροδακινιά. «Έρωτας!»
Ύστερα, σηκώθηκαν ξαφνικά από το δέντρο και ακολούθησαν ένα άλλο τσούρμο μαυροπούλια, που έτρεχε κατά τη Δύση, πλάι σε κάποιο σταχτοκίτρινο σύννεφο.
«Σαν τι να μοιάζει αυτό το σύννεφο!» σκέφτηκε η Ατόπη.
Κι η Σανωτία, που πετούσε δίπλα της και διάβαζε κάθε της σκέψη, γύρισε απότομα και την κοίταξε. «Περίεργο σύννεφο, ε; Έχει το σχήμα της φυγής».
«Σαν να τρέχει για να σωθεί. Ποιος το κυνηγάει;»
«Τρέχει κανείς με τόση φούρια μόνο όταν τον κυνηγάει ο εαυτός του. Κανείς άλλος δεν κυνηγάει τόσο επίμονα, τόσο ύπουλα».
«Κι είναι η φυγή σωτηρία;»
«Είναι ποτέ η φυγή σκοπός;»
«Οχούου! Παράτα με με τους σκοπούς σου! Υπάρχει πάντοτε η μαγεία του ταξιδιού... Υπάρχουν πάντοτε τα μεσημέρια της φυγής...». (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)